ωρυγμος

ωρυγμος
    ὠρυγμός
     v. l. Theocr. = ὠρυγή См. ωρυγη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωρυγμος" в других словарях:

  • ὠρυγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρυγμός — ὁ, Α ωρυγή, ουρλιαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ. ἐρεύ γ ομαι (II), ὀρυμαγδός)] …   Dictionary of Greek

  • ὠρυγμοῖς — ὠρυγμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυγμοί — ὠρυγμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυγμοῦ — ὠρυγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυγμόν — ὠρυγμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»